φυτωνυμος

φυτωνυμος
    φυτώνυμος
    φῠτ-ώνῠμος
    2
    получивший свое название от растения
    

(πόλις Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φυτωνυμος" в других словарях:

  • φυτώνυμος — ον, Α αυτός που έχει πάρει το όνομα του από ένα φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • φυτώνυμον — φυτώνυμος named from a plant masc/fem acc sg φυτώνυμος named from a plant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»